Επικοινωνήστε μαζί μας στο email: oneiropagida2012@gmail.com

13 Ιουλ 2013

Β Βαλκανικός Πόλεμος. Βασιλική αδιαλλαξία και πολιτική σύνεση

*του Γρηγόρη Γιοβανόπουλου

Τη νύχτα της 15ης προς 16η Ιουνίου 1913 τα Βουλγαρικά στρατεύματα κατόπιν διαταγής του Τσάρου Φερδινάνδου , χωρίς ενημέρωση του Πρωθυπουργού του , επιτίθενται ταυτόχρονα κατά των ελληνικών και σερβικών δυνάμεων.

Αργά το βράδυ μια τρομερή βουλγαρική επίθεση εκδηλώνεται στη Γευγελή στο σημείο που συναντιούνται τα ελληνικά και σερβικά στρατεύματα  και μια δεύτερη επίθεση εκδηλώνεται κατά των ελληνικών θέσεων στις Ελευθερές –Πράβις.


Η Γευγελή την οποία κατείχαν οι Σέρβοι έπεσε  γρήγορα , αλλά ο στόχος των Βουλγάρων ήταν οι τέσσερις ελληνικές μεραρχίες που στρατοπέδευαν εκεί. Αν οι Βούλγαροι κατάφερναν να περάσουν και να καταλάβουν τις γέφυρες του Αξιού ,θα κατάφερναν να υπερφαλαγγίσουν και τον Ελληνικό και τον σερβικό στρατό. Ευτυχώς Έλληνες και Σέρβοι άντεξαν στην ξαφνική επίθεση και πέρασαν γρήγορα στην αντεπίθεση. Παράλληλα η 2η Μεραρχία εκκαθάριζε τη Θεσσαλονίκη από το Βουλγαρικό στρατό του Στρατηγού Χεζατζίεφ και συλλάμβανε  17 Αξιωματικούς και 1300 στρατιώτες.

Ο κύβος είχε ριφθεί  .Ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος είχε αρχίσει.  Ο Βασιλιάς και Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος τηλεγραφεί στον αρχηγό του επιτελείου Β. Δούσμανη. «Αρχηγόν Επιτελείου Στρατου Δούσμανην Συνταγματάρχην: Εκδώσατε τας διαταγάς μου προς προέλασιν της Στρατιάς και πιστοποιήσατε την υπογραφήν μου . Αφικνούμαι αύριον πρωί. Ει δυνατόν , συλλάβατε Βουλγαρικήν δύναμιν Θεσσαλονίκης εντός καταλυμάτων της και αποφύγετε αιματοχυσίαν εντός της πόλεως». Αθήναι 17-6-1913, Ώρα 12.30 μεσημβρίας.Κωνσταντίνος 


Έτσι ο Κωνσταντίνος έδωσε τη διαταγή της επίθεσης στον Ελληνικό στρατό και το πρωί της 19ης Ιουνίου άρχιζε η τριήμερη μάχη Κιλκίς –Λαχανά η οποία προς παγκόσμια εκπληξη έληξε με νίκη των Ελληνικών όπλων. Ακολούθησε η μάχη της Στρώμνιτσας , η μάχη των στενών της Κρέσνας και ο στρατός προχωρούσε προς την Άνω Τζουμαγιά . Βέβαια αξίζει εδώ να αναφέρουμε τις τεράστιες απώλειες των Ελληνικών δυνάμεων συνεπεία του σκληρότατου αγώνα αλλά και της παράλογης μερικές φορές επιθετικότητας που διέταζε ο Κωνσταντίνος.
Οι επιθέσεις γίνονταν με εφ’ όπλου λόγχη εναντίον οχυρωμένων θέσεων , χωρίς ελιγμούς με αποτέλεσμα να θερίζονται άδικα Αξιωματικοί και στρατιώτες.

Συγκεκριμένα: Μάχη Κιλκίς –Λαχανα. 8.828 νεκροί και τραυματίες καθώς και δέκα διοικητές Ταγμάτων και Συνταγμάτων, στη μάχη της Δοϊράνης μόνο η 10η Μεραρχία είχε 101 οπλίτες νεκρούς και 733 τραυματίες και συνολικά κατά τον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο 164 Αξιωματικοί νεκροί, 294 Αξιωματικοί τραυματίες , 5687 οπλίτες νεκρούς και 23553 τραυματίες.
   Αναμφίβολα το πρόσωπο που κυριάρχησε και δοξάστηκε σ’αυτούς τους πολέμους ήταν ο Κωνσταντίνος.  Ψηλός , γεροδεμένος με αρειμάνιο μουστάκι και απλή στρατιωτική στολή, περιβλήθηκε με απαράμιλλη δόξα και ενσάρκωσε την εικόνα του στρατηλάτη Βασιλιά που ζούσε ίσως στο υποσυνείδητο των Ελλήνων προερχόμενη  από τις ηρωικές εποχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας . Παράλληλα με μια εμπνευσμένη πολιτική κίνηση προσκάλεσε τον στρατό και το στόλο ως ανάδοχους της κόρης του και έγινε ο «Κουμπάρος» για τους απλοϊκούς Έλληνες στρατιώτες που τον λάτρευαν. Ήταν βέβαια και το όνομά του που παρέπεμπε στον Πρώτο αλλά και τον τελευταίο Αυτοκράτορα….

Όταν στις 6 το απόγευμα της 21ης Ιουλίου του 1868 ρίχτηκαν 121 κανονιοβολισμοί για να αναγγελθεί το χαρμόσυνο άγγελμα της γέννησης του Διαδόχου ,το πλήθος ξέσπασε σε έξαλλες ζητωκραυγές και επευφημίες.  Ακολούθησε η ανακοίνωση του Υπουργικού συμβουλίου.  « Η Θεία πρόνοια επλήρωσε τους δίκαιους πόθους του ελληνικού λαού. Η Α. Μ. η σεπτή ημών βασίλισσα έτεκεν αισίως σήμερον Βασιλικόν πρίγκιπα , Διάδοχον του Ελληνικού Θρόνου , προονομασθέντα Κωνσταντίνον».

Στον νεογέννητο Πρίγκιπα απονεμήθηκε με ειδικό νομοθέτημα ο τίτλος «Δουξ της Σπάρτης» πράγμα που προκάλεσε κυβερνητική κρίση καθώς στην Ελλάδα δεν υπήρχαν τίτλοι ευγενείας. Του δόθηκε λαμπρή μόρφωση και δάσκαλος του στην Ιστορία υπήρξε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος που του μεταλαμπάδευσε την κυριαρχούσα τότε «Μεγάλη ιδέα» , η οποία ίσως και να πραγματοποιούνταν , έστω μερικώς, επί των ημερών του αν εξέλιπαν τα μεγάλα λάθη του , ο εθνικός διχασμός και η μικρασιατική καταστροφή. Ωστόσο την εποχή που εξετάζουμε ο Κωνσταντίνος ήταν στο απόγειο της δόξας του . Ο «Στρατηλάτης» , ο αήττητος , ο γιος του Αϊτού και άλλα επίθετα τον συνόδευαν.

Ήταν όμως έτσι ; Οι επιτυχίες της Ελλάδας ωφείλονταν  μόνο σ’ αυτόν; Οι νίκες του στρατού πραγματοποιήθηκαν χάρη στην εμπνευσμένη στρατηγική του; Ας δούμε λοιπόν με μια βαθιά «βουτιά στο παρελθόν» τι έγινε τις τελευταίες μέρες του Β’ Βαλκανικού πολέμου και πως η έπαρση και η αλαζονεία όχι μόνο του Κωνσταντίνου , αλλά και των Γερμανόπληκτων επιτελών του (Μεταξάς, Δούσμανης, Π,αλλης , Στρατηγός) κόντεψαν να καταστρέψουν όλα αυτά που κατακτήθηκαν με τις πρωτόγνωρες απώλειες του ελληνικού στροτού που προαναφέραμε. Στις 27 Ιουλίου 1913 ο Ρουμανικός στρατός εισβάλει στη Βουλγαρία διεκδικώντας το ρόλο του διαιτητή ανάμεσα στους εμπολέμους.

Οι διαιτητές Ρουμάνοι λοιπόν απαιτούσαν ανακωχή χωρίς όρους , κυρίως από φόβο  μήπως η παράταση του πολέμου στα Βαλκάνια προκαλούσε γενική ανάφλεξη σε όλη την Ευρώπη.  Ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος ζήτησε τη γνώμη του βασιλιά Κωνσταντίνου, όμως συνάντησε την αντίδραση του καθώς εκείνος απέβλεπε στην συνέχιση του πολέμου. Έτρεφε μίσος κατά των Βουλγάρων και τον κολάκευε ο τίτλος του «Βουλγαροκτόνου», που του απένειμε το επιτελικό του περιβάλλον μετά τη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά. Αλλά και από καθαρά στρατιωτική πλευρά όπως έλεγε θα έπρεπε να συνεχιστεί η εκστρατεία ως τη συντριβή του εχθρού. Απάντησε, λοιπόν, στον Βενιζέλο: «Πρέπει να υπαγορεύσωμεν την ειρήνην επί του πεδίου της μάχης…»

Στον Κορομηλά εξάλλου τηλεγραφούσε: «Το μέγα πλεονέκτημα μας σημερον είναι ότι θα δυνηθώμεν να μέινωμεν ήσυχοι από το μέρος της Βουλγαρίας εις διάστημα γενεών. Το πλεονέκτημα τούτο δεν πρέπει να χαθή. Οπωσδήποτε μη συγκατατεθήτε εις ανακωχήν πριν με συμβουλευθήτε.» Και κατέληγε μιμούμενος τον Κάτωνα, με τη φράση: «Λέγω άλλωστε ότι πρέπει να εξοντωθή η Βουλγαρία»

Αλλά, παρότι έλεγε πως  έβλεπε τα πράγματα κάτω από το ορθόδοξο στρατιωτικό πρίσμα, παρέβλεπε ορισμένες πλευρές τους: υποτιμούσε τη δύναμη του εχθρού, που για να καταβληθεί ως την εκμηδένιση του – αν η εκμηδένιση του ήταν δυνατή- θα χρειαζόταν υπέρμετρες θυσίες. Από την άλλη παραγνώριζε πλήρως  τον παράγοντα «Μεγάλες Δυνάμεις», που δεν θα επέτρεπαν την εκμηδένιση της Βουλγαρίας για λόγους ισορροπίας ,και τέλος, δεν ήταν δυνατή η καταστροφή και εξαφάνιση ενός έθνους πέντε εκατομμυρίων που οραματιζόταν ο νέος επίδοξος  «βουλγαροκτόνος». 


Αλλά πράγματι  ο Κωνσταντίνος ήθελε  να επιβάλει τη δική του άποψη ασυζητητί. Σκεφτόταν και ενεργούσε σαν απόλυτος μονάρχης. Και είχε συμβούλους του όχι τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, αλλά τους επιτελείς του. Ο Γ. Βεντήρης αναφέρει ότι απέστελλε συνεχώς τηλεγραφήματα στον πρωθυπουργό και τον υπουργό των εξωτερικών. Σε ένα από αυτά λέει με αυτοκρατορικό ύφος: «Σας είπα ότι σκοπεύω να υπογράψω την ειρήνη επί του πεδίου της μάχης και να επιβάλλω τους όρους που μου αρέσουν.»

Πάντως οι πρώτες προτάσεις για ανακωχή, απορρίφθηκαν τόσο από την Ελλάδα όσο και από τη Σερβία. Επαναλήφθηκαν, όμως, έπειτα από λίγες ημέρες και ο βασιλιάς της Ρουμανίας Κάρολος κάλεσε στο Βουκουρέστι τις εμπόλεμες κυβερνήσεις να συζητήσουν τους όρους της ανακωχής, μολονότι οι μάχες συνεχίζονταν άπαυστα. Ο Βενιζέλος συμφώνησε πρόθυμα. Πίστευε ότι για λόγους πολιτικούς έπρεπε να γίνει ανακωχή και να εγκαταλειφθούν τα σχέδια του Κωνσταντίνου για ολοκληρωτική καταστροφή της Βουλγαρίας. Αλλά ο βασιλιάς επέμενε στην άποψη του. Και απαντώντας στον Κάρολο της Ρουμανίας, ο οποίος απηύθυνε σχετική έκκληση, του τηλεγραφούσε από το στρατηγείο του ότι θα έστελνε πληρεξούσιους του στο Βουκουρέστι για τη συζήτηση των όρων της ειρήνης,

Ωστόσο ο Βενιζέλος, αναχωρώντας για το Βουκουρέστι, θέλησε να κάνει μια ύστατη προσπάθεια για να μεταπείσει τον πείσμονα Κωνσταντίνο. Στις 14/27 Ιουλίου, μετά τη Θεσσαλονίκη, πέρασε από το γενικό στρατηγείο, που ήταν τότε εγκατεστημένο στο Χατζή Μπεϊλίκ (Βυρώνεια). Βρήκε τον αρχιστράτηγο να διαβάζει ένα βιβλίο για τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο. Μόλις είχε λήξει η μάχη του Ορένοβο (1378) μετά την οποία σταθεροποιήθηκε η κατοχή των στενών της Κρέσνας και άνοιξε ο δρόμος προς την Άνω Τζουμαγιά. Και ο βασιλιάς κατεχόταν από οίστρο θριαμβικό και ευφορία αισιοδοξίας. Φαινόταν σαν να είχε ενστερνιστεί τη φήμη ότι ξαναζωντάνευε το θρύλο των βυζαντινών αυτοκρατόρων…

Υποδέχτηκε, λοιπόν, τον πρωθυπουργό με κάποια έπαρση, αν και δεν έλειψαν από μέρους του οι τυπικές φιλοφρονήσεις. Συζήτησαν μόνο το θέμα της ανακωχής, αλλά σε λίγο πήραν μέρος και οι επιτελείς: ο Δούσμανης, ο Μεταξάς, ο Εξαδάκτυλος, ο Στρατηγός (αυτός που αργότερα ήταν ο εμπνευστής της πορείας του στρατού μέσα από την Αλμυρά έρημο). Όλοι αυτοί ήταν  νοσταλγοί του παλιού ολιγαρχικού κατεστημένου . Ήταν φυσικό λοιπόν, να βλέπουν τον άνθρωπο που εκπροσωπούσε τη μισητή τους λαϊκή βούληση με δυσπιστία, σχεδόν με εχθρότητα. Και καθώς νόμιζαν ότι είχαν θριαμβεύσει στρατιωτικά, δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για κατάπαυση των επιχειρήσεων που επίμονα συνιστούσε ο πρωθυπουργός, πριν τη νικηφόρα είσοδο των Ελλήνων στη Σόφια… όπως  νόμιζαν…


Ο Βενιζέλος παρατηρούσε: «Εις τι αποβλέπει η περαιτέρω προέλασις του στρατού μας; Κατέχομεν εδάφη περισσότερα των όσων διεκδικούμεν. Να καταλάβωμεν την Σόφιαν; Δεν το ευρίσκω σκόπιμον και εύκολον απέναντι των θυσιών εις τας οποίας θα υποβληθώμεν..»

Αλλά ο Κωνσταντίνος και οι επιτελείς του ήταν ανένδοτοι. Και ο Βενιζέλος έκρινε ότι δεν πρέπει να δημιουργήσει συνταγματική κρίση για τις σχέσεις θρόνου και κυβέρνησης, όπως θα έκαμε το 1915, μια και τώρα ο πόλεμος με τη Βουλγαρία βρισκόταν ακόμα σε πλήρη εξέλιξη. Συζήτησε, λοιπόν, και έφυγε, αποφασισμένος να προσαρμοστεί προς την τελική φράση του Κωνσταντίνου: «Κύριε πρόεδρε, δεν θα δεχθήτε ανακωχήν, πριν συντρίψω τα υπολείμματα του εχθρού και εισέλθω εις την πρωτεύουσαν του…»

Από το Χατζή Μπεϊλίκ, ο πρωθυπουργός χρειάστηκε τριάντα έξι ώρες ώσπου να φτάσει στο Βουκουρέστι. Ήταν βραδυ της 15ης /28ης Ιουλίου. Και αμέσως, μολονότι κατάκοπος, επισκέφτηκε το Ρουμάνο πρωθυπουργό Μαγιορέσκου. Εκείνος του επανέλαβε ότι ο βασιλιάς Κάρολος επιθυμεί οπωσδήποτε να συναφθεί ανακωχή. Ο Βενιζέλος, με βάση όσα ειπώθηκαν και αποφασίστηκαν στο Χατζή Μπειλίκ, του δήλωσε ότι οι εχθροπραξίες θα συνεχιστούν για τεχνικούς λόγους (ασφάλεια των ελληνικών στρατευμάτων).

Ήταν αργά το βράδυ όταν γύρισε στο ξενοδοχείο του. Και εκεί, κατάπληκτος, μη πιστεύοντας στα μάτια του, διάβασε ένα επείγον τηλεγράφημα από τον Κωνσταντίνο, ο οποίος με έξαλλο και πανικόβλητο ύφος του ζητούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να πετύχει αμέσως τη σύναψη ανακωχής… Μέσα σε λίγες ώρες είχαν ανατραπεί οι αποφάσεις του. Ο οίστρος της θριαμβικής αυτοπεποίθησης είχε μεταβληθεί σε απελπισία. Και να τι τηλεγραφούσε στον πρωθυπουργό:

«Ένεκεν ανεξηγήτου αδράνειας Σερβικού Στρατού, επεσύραμεν, δια την ταχείας προχωρήσεως ημών, το μεγαλύτερον μέρος του βουλγαρικού στρατού εναντίον μας. Εις το κέντρον και την δεξιάν πτέρυγα ενικήσαμεν λαμπρώς τον εχθρόν χθές, παρά τας σοβαράς ενισχύσεις του. Υπεχώρησε πέραν της Τζουμαγιάς. Αλλα η νίκη μας αυτή μας εστοιχησε πολύ ακριβά. Σοβαραί δυνάμεις βουλγαρικού στρατού προσέβαλον σήμερον εις την αριστεράν ημών πτέρυγα το τμήμα της στρατιάς Δαμιανού. ΙΙΙ και Χ μεραρχία ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν προς Τζαμί – Τεπέ. Αγνοώ ακόμην εις ποίαν κατάστασιν ευρισκονται. Η ΙV Μεραρχία εν κρισίμω καταστάσει. Κατόπιν 4 τηλεγραφημάτων μου λίαν πιεστικών, το Σερβικόν Γενικόν Στρατηγείον έδωκεν επί τέλους διαταγήν εις την ΙΙΙ Στρατιάν αυτού να επιτεθή αύριον. Αι ενισχύσεις των τελευταίων ημερών του έναντι ημών Βουλγατικού Στρατού προέρχονται εκ των εις Τσάρεβο – Σέλο, Τσούκα – Γκόλεκ, έναντι της ΙΙΙ Σερβικής Στρατιάς, δυνάμεων του.
Ο στρατός ημών ήχθη εις τα φυσικά και ηθικά όρια. Κατόπιν των συνθηκών τούτων, δεν δύναμαι πλέον να αρνούμαι την ανακωχήν, ή την αναστολήν των εχθροπραξιών. Προσπαθήσατε να ευρήτε τρόπον να επιτύχητε αναστολήν εχθροπραξιών, ει δυνατόν από αύριον.»

Λιβούνοβον 15.7.1913
Κωνσταντίνος Β.

Ας δούμε, όμως, τι πραγματικά είχε συμβεί  στο μέτωπο του μαχόμενου στρατού. Λίγες ώρες μετά την αναχώρηση του Βενιζέλου, άρχισαν να καταφτάνουν στο στρατηγείο του Χατζή Μπειλίκ αναφορές  που ανάγγελλαν ότι οι Βούλγαροι είχαν εξαπολύσει ξαφνικά γιγαντιαία επίθεση. Οι πληροφορίες και εκτιμήσεις της ανώτατης ελληνικής διοίκησης αποδεικνύονταν τελείως έξω από τα πράγματα. Ο εχθρός αποκάλυπτε ότι είχε ακόμα σημαντικές δυνάμεις. Η εκμηδένιση του στο πεδίο της μάχης, για να ακολουθήσει η είσοδος των νικητών στην πρωτεύουσά του Σόφια, αποτελούσε προοπτική φαντασίας.

Οι Βούλγαροι, βλέποντας την απειλή που αντιπροσώπευε η ορμητική προέλαση του ελληνικού στρατού, έκαναν αναπροσαρμογή της διάταξης τους. Και ενώ η μάχη στα στενά της Κρέσνας βρισκόταν στο αποκορύφωμα της, απέσυραν τάχιστα την ισχυρή 4η στρατιά από το σερβοβουλγαρικό μέτωπο και την έριξαν εναντίων των Ελλήνων. Την επομένη της φοβερής μάχης του «1378», ενώ ακόμα ο στρατός πανηγύριζε για τη νίκη, εξαπολύθηκε αιφνιδιαστική και ισχυρότατη βουλγαρική αντεπίθεση με τον όγκο της 4ης στρατιάς. Στόχος της ήταν το αριστερό του ελληνικού μετώπου, που το κάλυπταν οι μεραρχίες που συγκροτούσαν το τμήμα στρατιάς Δαμιανού (από το όνομα του διοικητή της). Ταυτόχρονα άλλες δυνάμεις εφορμούσαν κατά του δεξιού της ελληνικής παράταξης στο Νευροκόπι. 


Επρόκειτο για πραγματικό αιφνιδιασμό της ελληνικής ανώτατης διοίκησης. Η πίεση κατά των μεραρχιών του Δαμιανού υπήρξε τόσο ισχυρή που μέσα σε λίγες ώρες άρχισαν να κάμπτονται. Έγιναν τότε σφοδρές διήμερες μάχες, γύρω από το Πέτσοβο και τελικά σταθεροποιήθηκαν οι ελληνικές θέσεις. Αλλά ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε πόσο δύσκολο ήταν να πετύχει το σχέδιο του: συντριβή του εχθρού στο πεδίο της μάχης και η άλωση της Σόφιας. Ο Κωνσταντίνος στην απελπισία του καταφεύγει σε έναν δοκιμασμένο στρατιωτικό ηγέτη το Στρατηγό Μανουσογιαννάκη. «Την κατάσταση την ξέρεις . Λες να συνεχίσουμε ή να δεχτούμε ανακωχή»;

Μεγαλειότατε» απαντά ο Μανουσογιαννάκης «ο στρατός εκουράσθη . Ένεκα της απωλείας μεγίστου αριθμού των αρίστων στελεχών του η μαχητικότης του έχει μειωθεί σημαντικά . Είναι ανάγκη να επιδιωχθεί πάση θυσία η σύναψη ανακωχής». «Κι εσύ διστακτικός; Δεν το περίμενα από σένα Μανουσογιαννάκη. Πρέπει να υπογράψουμε την ειρήνη στη Σόφια». «Μεγαλειότατε. Ας μην μας παρασύρουν ο πατριωτισμός και οι επιπόλαιοι ενθουσιασμοί. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω όρεξη να πάω στη Σόφια με κουδούνια στο λαιμό. (Οι Βούλγαροι κρεμούσαν κουδούνια στους αιχμαλώτους τους). Η θαρραλέα έκφραση της γνώμης του μπαρουτοκαπνισμένου Στρατηγού άλλαξε τη γνώμη του Κωνσταντίνου.Και έστειλε εκείνο το απεγνωσμένο τηλεγράφημα στον Βενιζέλο στο Βουκουρέστι…

Ο Βενιζέλος τώρα έπρεπε να διαχειριστεί αυτήν την μεγάλη αλλαγή χωρίς να γίνει αντιληπτή η δεινή θέση που περιήλθε ο στρατός από την υπερφίαλη τακτική των «Γερμανόπληκτων». Επανήλθε λοιπόν και ξυπνώντας τον Ρουμάνο Πρωθυπουργό «Σκέφτηκα ωριμότερα» του είπε « από ευλάβεια προς το Βασιλά Κάρολο , δέχομαι την ανακωχή και αναλαμβάνω να παρουσιάσω την έγκριση του Κωνσταντίνου». Έτσι με την διπλωματική μαεστρία του Βενιζέλου επετεύχθη σε πρώτη φάση η ανακωχή που τόσο ευνοούσε την Ελληνική πλευρά.

Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν στο Βουκουρέστι μετά από περιπέτειες , έντονο παρασκήνιο, άριστους διπλωματικούς ελιγμούς του Βενιζέλου και τη μοναδική ίσως στα χρονικά παρέμβαση του Κάιζερ υπέρ της Ελλάδας για το θέμα της Καβάλας υπογράφτηκε στις 28 Ιουλίου 1913 η συνθήκη του Βουκουρεστίου με την οποία έληξε ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος. Η Ελλάδα έπαιρνε όλη την Ανατολική Μακεδονία , τα νησιά Θάσο και Σαμοθράκη. Η Καβάλα κατοχυρώνονταν στην Ελλάδα και τα σύνορα  ήταν στον ποταμό Νέστο ανατολικά και στην οροσειρά του Μπέλες Βόρεια. Όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν χαθεί αν στο τιμόνι της Ελλάδας δεν βρισκόταν ο Μεγάλος Ελευθέριος Βενιζέλος. Όσο για τον Κωνσταντίνο….Όταν επέστρεψε στην Αθήνα ο λαός του έκανε αποθεωτική υποδοχή επισκιάζοντας τον πραγματικό αρχιτέκτονα των επιτυχιών.

Ευτυχώς έστω και για τους τύπους ο Βασιλιάς αναγνώρισε την συμβολή του Πρωθυπουργού.
«Ευχαριστώ υμάς επί τη αναγγελία της υπογραφής της συνθήκης της ειρήνης. Ο Θεός ηυλόγησε πλουσιοπαρόχως τας προσπαθείας ημών. Εν ονόματι του Έθνους και εμού σας εκφράζω τας βασιλικάς μου ευχαριστίας. Νέα ένδοξος εποχή διανοίγεται ενώπιον ημών ,εις ένδειξιν δε της ευγνωμοσύνης μου και της εκτιμήσεώς μου , απονέμω υμίν τον Μεγαλόσταυρον του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος. Η Πατρίς σας είναι ευγνώμων».

 Ήταν από τις τελευταίες ευχάριστες ημέρες για το Ελληνικό έθνος . Σε λίγο θα φανούν έντονα τα μαύρα σύννεφα του εθνικού διχασμού.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου