Επικοινωνήστε μαζί μας στο email: oneiropagida2012@gmail.com

9 Φεβ 2013

Ένα τραγούδι, μια ιστορία! Συννεφιασμένη Κυριακή

Δημήτρης Γιοβανόπουλος


*του Δημήτρη Γιοβανόπουλου, φοιτητή Φιλοσοφικής

Μέσα στις αμέτρητες μουσικές δημιουργίες του Βασίλη Τσιτσάνη, δεσπόζει το τραγούδι με τίτλο «Συννεφιασμένη Κυριακή». Πολλοί το έχουν χαρακτηρίσει ως τον εθνικό ύμνο των Νεοελλήνων. Η αλήθεια είναι βέβαια πως τόσο οι στίχοι, όσο και η μουσική αυτού του τραγουδιού περικλείουν μέσα τους, τον πόνο και τη δυστυχία και την τραγικότητα της Κατοχικής Περιόδου. Στα 65 χρόνια της ύπαρξης αυτού του αριστουργήματος, δύσκολα έχει υπάρξει Έλληνας που να μην έχει τραγουδήσει έστω και κάποιους στίχους της «Συννεφιασμένης Κυριακής», του ελληνικού λαϊκού εθνικού ύμνου, όπως καθιερώθηκε να χαρακτηρίζεται. 

Το τραγούδι αυτό, λοιπόν, γράφτηκε από τον Βασίλη Τσιτσάνη στα χρόνια της κατοχής, στη Θεσσαλονίκη και φωνογραφήθηκε στις 11 Αυγούστου 1948 με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και την Σωτηρία Μπέλλου. Η ιστορία, όμως, που κρύβεται πίσω από του στίχους και τη μαγευτική μελωδία, είναι πολύ μεγάλη. Οι στίχοι αναφέρονται σε ένα περιστατικό, που ο Βασίλης Τσιτσάνης είδε με τα μάτια του, όταν γυρνούσε από το ουζερί που είχε ανοίξει στη Θεσσαλονίκη, με τον αδερφό της γυναίκας του, Ανδρέα Σαμαρά. Δεν ήταν λίγοι όμως αυτοί που προσπάθησαν με κάθε τρόπο, να κλέψουν, με όλη τη σημασία της λέξης, την πατρότητα του τραγουδιού, με γραπτές δηλώσεις και ενστάσεις. Αρχικά όμως, πρέπει να παρατεθεί η πραγματική εμπειρία του τραγουδιού. 

Η περίοδος της Κατοχής, λοιπόν, εμπνέει τον Βασίλη Τσιτσάνη, γράφοντας ένα από τα πιο κλασσικά λαϊκά τραγούδια, που πραγματικά, άφησαν ιστορία. «Ένα συνταρακτικό γεγονός, μου συνέβη, ξημερώνοντας Κυριακή Χριστουγέννων. Εκείνα τα καταραμένα Χριστούγεννα της κατοχής και έδωσε το θέμα για τη Συννεφιασμένη Κυριακή. Γύριζα από την ταβέρνα, χαράματα, και πάνω στο παγωμένο χιόνι, ήταν ζεστό ακόμα, το αίμα κάποιου σκοτωμένου παλληκαριού. Έξω από το σπίτι μου και είχε ακόμη ανοιχτά τα μάτια του. Η καρδιά μου σφίχτηκε». Το τραγούδι, αμέσως γίνεται μύθος, κατακλύζοντας τα γραμμόφωνα και μετέπειτα τα ραδιόφωνα της εποχής.
     
Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» δεν αφορά μόνο ένα περιστατικό της Κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. «Ό,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο “Ματωμένη Κυριακή”, διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα Κυριακή είδα με τα μάτια μου ένα ματωμένο περιστατικό και εγώ με τη σειρά μου μάτωσα το τραγούδι. Το γραμμοφώνησα το 1948, αφού βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο, επειδή μια λέξη έλειπε από το κουπλέ. Αισθάνθηκα, και δεν το κρύβω, μια ιδιαίτερη υπερηφάνεια που αμέσως κατέκτησε τον κόσμο. Η εξάπλωση του από τη μια άκρη της Ελλάδας μέχρι την άλλη με γέμισε πίστη και αισιοδοξία, αλλά και υπέρμετρες ευθύνες για την πορεία μου στο χώρο της λαϊκής μουσικής»
     
Ωστόσο, η ερμηνεία που εκτόξευσε το τραγούδι σε δυσθεώρητα ύψη δισκογραφικής επιτυχίας και το έκανε να θεωρηθεί ως ο ορισμός του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, ήταν εκείνη του 1959. Ερμηνευτής του, ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης με τη σύμπραξη της Γιώτας Λύδια και της Μαρινέλλας. Η εισαγωγή αυτής της εκτέλεσης, για περίπου πενήντα χρόνια, υπήρξε το μουσικό σήμα της φωνογραφικής εταιρίας «Κολούμπια» στις ραδιοφωνικές εκπομπές της, με λαϊκή μουσική. Η αναβίωση του ρεμπέτικου στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πολλά οφείλει στην ερμηνεία της «Συννεφιασμένης Κυριακής» από τον Στέλιο Καζαντζίδη.
 Προηγουμένως, όμως και συγκεκριμένα το 1954 η μουσική του τραγουδιού καταξιώθηκε και σαν μελωδία σε φόρμα κλασικής μουσικής χάρη στις μαγικές εμπνεύσεις του Μάνου Χατζιδάκι, που τη μετέγραψε για πιάνο και τη συμπεριέλαβε στις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» του και δεν είναι καθόλου ιεροσυλία, θεωρείται, σε αυτή την εκτέλεση, ως το ισοδύναμο της «Moonlight Sonata» στα πλαίσια της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Και αν για τη μουσική του δεν υπάρχουν αμφισβητήσεις και διχογνωμίες για το σε ποιον ανήκει το τραγούδι, γύρω από τους στίχους του έχει αναπτυχθεί μια φιλολογία αντάξια της θέσης που κατέχει το τραγούδι στην ελληνική λαϊκή μουσική, που ούτε όταν αργότερα αναγράφηκε το όνομα του στιχουργού στην ετικέτα του δίσκου δεν απένειμε με σιγουριά την πατρότητά τους στον πραγματικό δημιουργό τους. Απλώς τη νομιμοποίησε.
     
Όταν βέβαια υπάρχουν γραπτά ντοκουμέντα και αφηγήσεις εκ μέρους του ιδίου του δημιουργού, τότε είναι κακό να αναλώνεται ο κόσμος σε φλύαρα σχόλια. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» αποδίδεται άκρως χαρακτηριστικά και με απίστευτη γλαφυρότητα, μέσα από τα λόγια του Βασίλη Τσιτσάνη: «Κατά την περίοδο της Κατοχής, στη Θεσσαλονίκη, εμπνεύσθηκα και τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη “Συννεφιά” της Κατοχής από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας – τότε που όλα τα σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά».
     
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, στην αφήγηση του αυτή, δεν έδωσε συγκεκριμένα στοιχεία για το περιστατικό το οποίο του έδωσε το ερέθισμα για να γράψει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», παρά μόνον αρκέστηκε σε περιγραφή των συναισθημάτων του ιδίου, αλλά και του Ελληνικού λαού, κατά την περίοδο της Κατοχής. Το πραγματικό περιστατικό, όπως ακριβώς το έζησε ο συνθέτης, παρατίθεται στην βιογραφία του «Ο ξακουστός Τσιτσάνης», 4η Έκδοση (2003): «...λίγο πιο πάνω, τρεις σκιές προχωράνε με προφύλαξη τοίχο-τοίχο. Στα χέρια τους κρατάνε μπουγέλα και πινέλα. Σε λίγο φτάνουν στην πλατεία Φαναριωτών. Ο ένας φυλάει τσίλιες και οι άλλοι δύο αρχίζουν να γράφουν με μεγάλα κεφαλαία γράμματα στον τοίχο: “ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”. Πριν προλάβουν να τελειώσουν, πρόβαλε από το στενό γερμανική περίπολος πλαισιωμένη με προδότες Έλληνες ταγματασφαλίτες. Ούτε που πρόλαβε να φωνάξει ο τσιλιαδόρος. Τα όπλα κροτάλισαν μες στο παγωμένο χάραμα. Το αγόρι τινάχτηκε, έπεσε κάτω, αίμα και χρώμα άρχισαν να τρέχουν πάνω στο πεζοδρόμιο. Έξι και τριάντα μαζί με το Μπαρμπαθανάση και τον Κυριαζή φεύγουμε από τον “Aετό” και προχωράμε τυλιγμένοι στα χοντρά παλτά μας προς τα κάτω, για την “Παύλου Μελά”. Λίγο πιο κάτω, ένα μικρό πηγαδάκι έχει σχηματιστεί από περαστικούς που κλείνουν το πεζοδρόμιο. Μουρμουρητά, χωρίς να μπορείς να ξεκαθαρίσεις τι λένε. Κάνουν έτσι και βλέπουν το παλληκάρι ανάσκελα, με τα μάτια ορθάνοιχτα προς τον ουρανό, μέσα σε μια λίμνη από αίμα ανακατεμένο με το μαύρο χρώμα, παγωμένο από το ψύχος που επικρατεί. Αυτό έμεινε στη μνήμη μου και έγινε αφορμή να γράψω τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Μέρες πολλές από τότε προσπαθούσα με το μπουζούκι μου να βγάλω μια μελωδία, μια μουσική, που να περικλείει μέσα το περιστατικό αυτό που με βασάνιζε, αλλά και τη ζωή που ζούσα εγώ και όλοι μας. Στην αρχή δεν είχα στο νου να του βάλω λόγια. Ώσπου μια Κυριακή απόγευμα που γύριζα με τη Ζωή και την κορούλα μας, που μόλις είχε γεννηθεί, με το καραβάκι από τη Σαλαμίνα, άκουσα κάποιον να λέει στο διπλανό του: “Τι νύχτα κι αυτή, Θεέ μου... Σου πλακώνει την καρδιά...” Τότε, κάτι άστραψε μέσα μου. Βγάζω ένα χαρτάκι και πολύ πρόχειρα γράφω δυο τρεις λέξεις (“συννεφιασμένο απόγευμα, πλακώνει την καρδιά μου” ή κάπως έτσι). Το νόημα πάντως αυτό ήταν.» 
     
Το 1975 εμφανίζεται ως στιχουργός της «Συννεφιασμένης Κυριακής» ο Λαρισινός στιχουργός και συνεργάτης τού Τσιτσάνη Αλέκος Γκούβερης. Δυο χρόνια αργότερα θέτει το θέμα αναλυτικά ο Σχορέλης, που δεν έτρεφε καλά αισθήματα για τον Τσιτσάνη, στο γνωστό βιβλίο του «Ρεμπέτικη Ανθολογία». Γράφει: «Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης. Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λαρίσης κι ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους. Ο Τσιτσάνης έκανε μια διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Ούτε κατοχές, ούτε σκοτωμένα παλικάρια». Ο Τσιτσάνης δεν απάντησε, ίσως για να μη θίξει τον παλιό του φίλο. Αργότερα, σε μια συνέντευξη του στον Γεραμάνη, παραδέχτηκε ότι οι στίχοι έγιναν σε συνεργασία με το φίλο του Αλέκο Γκούβερη από τη Λάρισα, όχι όμως ολοκληρωτικά. Τέλος, πολύ αργότερα, στο αφιέρωμα του «Ταχυδρόμου» για τα είκοσι χρόνια από το θάνατο του Τσιτσάνη, ο Χατζηδουλής δημοσίευσε μία σημαντική και διαφωτιστική «δήλωση» του Γκούβερη, γραμμένη στην Αθήνα στις 17.9.1947, σύμφωνα με την οποία ο Γκούβερης λέει: «συνέβαλα στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη δύο και μόνον λέξεων του τελευταίου κουπλέ», δήλωση που ανατρέπει και διαψεύδει τον Σχορέλη.. Στο ίδιο τεύχος ο Χατζηδουλής προσθέτει και ένα νέο στοιχείο, ότι η ποδοσφαιρική ομάδα Α.Ε. Λαρίσης είχε δημιουργηθεί αρκετά χρόνια μετά τη δημιουργία της «Συννεφιασμένη Κυριακής».
     
Το σημαντικότερο βέβαια, αναφορικά με την «Συννεφιασμένη Κυριακή», δεν είναι  τόσο η πατρότητα του τραγουδιού (που ανήκει αυτονόητα και νομικά στον Βασίλη Τσιτσάνη), όσο η ιστορία που κρύβεται πίσω από το τραγούδι και ο μουσικός δρόμος πάνω στον οποίο έχει βασιστεί.
      
Υπάρχουν, λοιπόν, κανόνες σταθεροί, βάσει των οποίων μία μουσική λειτουργεί θετικά. Νοείται όμως και η παράβασή τους αν η πρόθεση του συνθέτη είναι να δημιουργήσει μια μουσική χαοτική, που να παραπέμπει στο αφύσικο και το τερατώδες, που και αυτό όμως έχει τη θέση του στη μουσική. Όλα εξαρτώνται από αυτό που θέλει  η ίδια η μουσική να εκφράσει σε κάθε περίπτωση. Σκόπιμο όμως είναι, να καταδειχθούν ποια από τα γνωρίσματα ενός τραγουδιού, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, το κάνουν να θεωρείται «μεγάλο». Βέβαια η λέξη «αντικειμενικά» ίσως είναι υπερβολική αναφορικά με κάποιο τραγούδι. Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν πως το τραγούδι είναι καθαρά υποκειμενικό ζήτημα. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να λένε το διαβόητο: «για εμένα ισχύει…». Το «για εμένα» βέβαια ισχύει, ως εκεί που δεν μπαίνει στον χώρο της γελοιότητας. «Ποιος Τσιτσάνης. Ένα είναι το όνομα, Παντελής Παντελίδης»
     
Είναι ελάχιστοι οι Έλληνες που θα δηλώσουν ότι η «Συννεφιασμένη Κυριακή», δεν είναι μεγάλο τραγούδι. Ακόμα και ξένοι μουσικολόγοι έχουν υποκλιθεί στον Βασίλη Τσιτσάνη. Πάνω στον μουσικό δρόμο της «Συννεφιασμένης Κυριακής» έχει βασιστεί το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» ένα επίσης ωραίο τραγούδι (που ερμήνευσε ο, για πολλά χρόνια συνεργάτης και στενός φίλος του Τσιτσάνη, Στέλιος Καζαντζίδης). Πρόκειται για τον ίδιο μουσικό δρόμο και διάθεση. Αυτό όμως που ελάχιστοι γνωρίζουν είναι ότι η Συννεφιασμένη Κυριακή βάδισε πάνω στα χνάρια του «ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ ΣΤΡΑΤΗΓΩ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ», ίσως του πιο συγκλονιστικού δείγματος της Βυζαντινής μουσικής.
     
Αν, και είναι χάσιμο χρόνου, δικαιούται να πει κανείς το: «για εμένα το Δεν ταιριάζετε σου λέω είναι ανώτερο από το Εδώ σε θέλω καρδιά μου». Αν όμως πει κάτι τέτοιο για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», τότε πέρασε από τη ζωή και δεν κατάλαβε τίποτα.

       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου