Επικοινωνήστε μαζί μας στο email: oneiropagida2012@gmail.com

26 Ιουλ 2012

Πηγαίνοντας στην Εν Αυλίδι Παράσταση της «ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ»


Όπως μου συμβαίνει πάντα με τα θαύματα, προσήλθα εντελώς ανυποψίαστος.
Ένας ταλαιπωρημένος αστός, μεσήλικας, που δυσανασχετούσε για το μακρύ της πορείας (από το πάρκινγκ του τσιμεντάδικου μέχρι την κερκίδα) μέσα στη ζέστη που δεν έλεγε να μαλακώσει αν και ο ήλιος είχε για τα καλά κρυφτεί και άφηνε μόνο το πορτοκαλί του ορίζοντα να μαρτυρά το τέλος της ημέρας.

Καθώς όμως διάβαινα δίπλα στις σιδηροτροχιές που ήσαν από τη μια μεριά και από την άλλη πλάι στο σκυθρωπό τοίχο του εργοστασίου, μετά δίπλα στο σκονισμένο ακρογιάλι που στεκόταν αμίλητο, ύστερα πλάι στα παλιά αρβανίτικα σπίτια με τα χαμηλά σφραγισμένα παράθυρα, ένοιωσα ξαφνικά ότι ταξίδευα πίσω στο χρόνο περνώντας ανάποδα τις ιστορικές περιόδους, μέχρι που έφτασα μπροστά από το Ναό.
Εκεί με άφησε ο χρόνος. Και ο χώρος απ’ όλες του τις διαστάσεις κράτησε μονάχα την υπερφυσική (αυτή που υπολογίζεται με τις μετρικές διαστάσεις της καρδιάς).
Σαν τη στιγμή τη μία που κλείνει μέσα όλες τις άλλες.
Ξεροκατάπια και συνέχισα, αλλά πλέον περπατούσα πάνω σε άχρονο τόπο και τα πόδια μου δεν τα ένοιωθα. Ένοιωθα μόνο την καρδιά. Να χτυπάει δυνατά.
Με ξύπνησε το τραγούδι των τζιτζικιών και η απότομη δροσιά στο μπουγάζι ανάκατη με τη μυρωδιά από τα πεύκα που έσπαγε το κάμα του Ιούλη.
Άραγε ήσαν από παλιά τα πεύκα σ’ εκείνο το μπουγάζι;
Μπορεί και ναι μπορεί και όχι.
Αλλά ο δρόσος σίγουρα ήταν από πάντα εκεί (γέννημα του ανάγλυφου του τόπου).
Κατηφόριζε απ’ τα βουνά της Ριτσώνας, πέρναγε μέσα από την αρχαία κοιλάδα της Σχινέζας και ύστερα έπεφτε στη μακρόστενη κοιλαδίτσα του Ναού και της Κρήνης της Θεάς για να καταλήξει στη θάλασσα, σέρνοντας από κοντά τη μυρουδιά του πεύκου. Ένα δροσερό ποτάμι που έρχεται με το δείλι και ανακουφίζει τους θνητούς από τη λαύρα του καλοκαιριού.
Αυτό σίγουρα κρατάει από παλιά, κάθε καλοκαιριάτικη νύχτα, από τότε που είναι εδώ αυτά τα βουνά και αυτή η θάλασσα.
Μετά, το δρομάκι που έγινε μικρό με κοντοζυγώνει στη θαλασσίτσα στα αριστερά μου, εκεί που κάποτε ήσαν αραγμένα τα πλοία των Αχαιών και στο βάθος βλέπω από μακριά το κουφάρι.
Το Τσιμεντάδικο. Αμίλητο, μουγκό. Σα θεριό κουλουριασμένο που μισοκοιμάται και περιμένει.
Ή μήπως είναι νεκρό; Μπα… δε…
Αλλά πάλι που’ ναι η βοή από τα μηχανήματα; Εγώ θυμάμαι ότι βούταγα στο βυθό παλιά και το άκουγα μέσα στης θάλασσας το βάθος. Η καρδιά του αντηχούσε μέσα στο νερό. Βουμ-βουμ…. Βουμ – βουμ…
Τώρα σιωπή….
Στο βάθος η σκηνή…. Κόσμος στις κερκίδες. Σ’ ένα φάγωμα του βουνού δίπλα στ’ ακροθαλάσσι.
Αυτός ο δράκος που τώρα θωρώ κουφάρι αμίλητο, πριν από χρόνια με σιδερένια δόντια το άρπαξε κι έκοψε το νταμάρι που τώρα έμελλε να στηθεί εκεί η σκηνή για να παιχτεί το αρχαίο δράμα.
Ω Θαύμα Μέγα!!!!
Σαν πέφτει η νύχτα κι ανάβουνε τα φώτα, από τα χώματα μέσα βγαίνουν οι ήρωες να ζωντανέψουνε το μύθο. Καθώς ήσανε πάντα εκεί, κρυμμένοι μέσ’ στις πέτρες κάτω από τα οργώματα και τ’ αμπέλια, περιμένοντας τη στιγμή.
Δεν πήγανε πουθενά. Δεν κίνησαν ποτέ για τη δύστυχη την Τροία.
Ο γερο Ευριπίδης τους κράτησε με αθέλητα μάγια για πάντα εκεί, στην Αυλίδα, για να παιχτεί ξανά το θείο δράμα στον ίδιο τόπο σα να ‘ταν η αλήθεια πρόβα και η παράσταση αλήθεια.
Για να ζωντανέψουν ξανά οι πέτρες, η σκόνη, τα μάρμαρα, το κάμμα, ο ιδρώτας, το αίμα, η θυσία.
Να δοκιμαστεί η πίστη. Να γίνει ξανά και ξανά η προσφορά και η ανάληψη.
Μέχρι να μάθει ο άνθρωπος να καταβάλει τον οβολό της αγάπης.

Χαλκίδα 23/7/2012
Ο δοκισίσοφος

1 σχόλιο:

  1. ...και έγινε το θάμα! οι ήρωες ζωντανοί,τα πρόσωπα υπαρκτά, άλλος λίγο κι άλλος πολύ έμπεαιναν στη μέθεξη! ο ιδρώτας κι ο κάματος εδώ κάθε που βράδιαζε στο ακροθαλάσσι της Αυλιδείας γης.Διαβαίναμε όλοι το δρόμο απ τα παλιά ως τα ύστερα. Γίναμε μέρος του ανάγλυφου και μέρος μιας στρατιάς που έμελλε να γίνει μέρος της ύπαρξής μας,μέρος της ζωής...Σε ευχαριστούμε για το ταξίδι του λόγου αυτού, σε ευχαριστούμε για τις εικόνες,τους ήχους και τις μυρωδιές...τώρα ξέρουμε ΕΣΥ ήσουν εκεί ...μέρος και εσύ της αρχέγονης μέθεξης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή